Γι’ αυτή την πόλη ζω,
γι’ αυτή την άδικη πόλη,
γι’ αυτόν τον ήλιο που αγαπώ και μισώ,
γι’ αυτό το δέντρο που τον τάφο μου θα ορίσει
Θέλω να μπω μες στο πλυντήριο
και με τα ρούχα να γυρίσω,
να γυρίσω, να γυρίσω,
να χαθώ εκεί, να σβήσω
Όσο κι αν προσπαθείς,
δε γυρίζεις το χρόνο...
Μα η απόρριψη το ξέρει
πως δεν υπάρχει κακός,
υπάρχει μόνο ένα χέρι
που μας σβήνει τη νύχτα το φως
Αυτά που ζήσαμε από μέσα μου δε βγαίνουν
Δώρα άλλης τάξεως εδώ με περιμένουν
Την καλοσύνη σου βαρέθηκα
Ποτέ μου δε σου ζήτησα μια γενική αγάπη
Την καλοσύνη σου σιχάθηκα
Δε θέλω πια να μ’ αγαπάς
Ο χρόνος μίλησε για μας
Πώς να το πεις μετά;
Πώς ν’ αφήσεις αναμνηστικά;
Κι αν θέλεις να μιλήσουμε για πράγματα μεγάλα,
πρέπει να υψώσουμε δεόντως του ονείρου μας τη σκάλα,
γιατί η ζωή που ζούμε δε χορταίνει με οξυγόνο,
δεν υποκλίνεται στο τίποτα, στο πρέπει και στο μόνο
Για ποιο λόγο να δακρύσω
και για ποιον να τραγουδήσω,
για ποια μάτια να είμαι όμορφος,
για ποιο σώμα δυνατός;
Όχι πια έρωτες
δε σ’ αγαπάω πια
και δεν ξυπνάω
μέσα στον ύπνο μου για σένα
Μη μας αφήσεις να αθετήσουμε
αιώνιας αγάπης υποσχέσεις
Μη μας αφήσεις αν χαθούμε
σε απρόσωπες παρέες με φαντάσματα
που πριν το τέλος γελάνε
στα μεσημέρια που σβήνουν,
στο σκοτεινό παιδί,
στη μυστική ζωή που ζήσαμε μαζί
Ξανά με τους κακούς,
ανέραστους, ζηλιάρηδες και συμπλεγματικούς
μοιράζομαι τραπέζι,
στιγματίζομαι απ’ αυτούς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου